Ομάδα Έργου
Δρ. Ανδρέας Παπαθεοδώρου,Αν. Καθηγητής (Επιστημονικός Υπεύθυνος)
Δρ. Πάρις Τσάρτας Καθηγητής
Δρ. Δημήτρης Λαγός, Καθηγητής
Δρ. Θεόδωρος Σταυρινούδης, Επ. Καθηγητής
Δρ. Παύλος Αρβανίτης, Συνεργάτης ΕΤΕΜ
Μαρίνα Ευθυμίου, MSc, Συνεργάτης ΕΤΕΜ
Μαριέττα Φραγκογιάννη MSc, Συνεργάτης ΕΤΕΜ
Φώτης Σιδηροφάγης, MSc, Συνεργάτης ΕΤΕΜ
Η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε για λογαριασμό της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου
Χίος, Απρίλιος 2014
Πίνακας Περιεχόμενων
Εισαγωγή………………………………………………………………………………….3
Ενότητα 1………………………………………………………………………………….5
Βασικές αρχές οικονομικών των αερομεταφορών και ειδικότερα των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους (Low Cost Carriers – LCC). Ανάλυση των οικονομικών ωφελειών που οι LCC μπορούν να αποφέρουν σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Ενότητα 2…………………………………………………………………………………20
Ανάλυση εξωτερικού περιβάλλοντος PESTEL (Political, Economic, Social, Technological, Environmental and Legal), Aνάλυση SWOT (Strengths, Weaknesses, Opportunities and Threats) και ανάλυση ανταγωνιστικότητας της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου ως προς την συγκριτική δυνατότητα προσέλκυσης LCC και τα πιθανά οφέλη που απορρέουν από αυτή.
Ενότητα 3…………………………………………………………………………………63
Προφίλ των βασικών LCC σε Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή που εμφανίζουν οιονεί ενδιαφέρον προσέλκυσης για την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Ενότητα 4………………………………………………………………………………..94
Αερομεταφορές και Τουρισμός: Η τριγωνική σχέση LCC-Αερολιμένα-Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Εμπορικών Επιμελητηρίων και η εξειδίκευση αυτής στο πλαίσιο της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.
Ενότητα 5……………………………………………………………………………….106
Βασικές αρχές διαπραγμάτευσης στρατηγικής με τις LCC: Διαπραγματευτικά εργαλεία, επιδιώξεις και σημεία που χρήζουν προσοχής στις εμπορικές συμφωνίες προσέλκυσης LCC.
Ενότητα 6……………………………………………………………………………….112
Εξειδίκευση των παραπάνω στο πλαίσιο της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου με γνώμονα τη μέγιστη δυνατή ωφέλεια.
Σύνοψη και Συμπεράσματα…………………………………………………………153
Βιβλιογραφικές Αναφορές – Πηγές……………………………………………….155
Εισαγωγή
Η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου (ΠΝΑΙ) αποτελείται από τα νησιωτικά συμπλέγματα των νοµών Κυκλάδων και Δωδεκανήσου, βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Ελλάδας, µε έδρα την Ερμούπολη της νήσου Σύρου. Η ΠΝΑΙ καλύπτει συνολική έκταση 5.286 τετραγωνικών χιλιομέτρων, δηλαδή το 4% της συνολικής έκτασης της χώρας[1].Η πολυδιάσπαση της ΠΝΑΙ, η οποία αποτελείται από 79 συνολικά νησιά και πλήθος βραχονησίδων (48 κατοικηµένα και 31 ακατοίκητα) που βρίσκονται σε σχετικά μεγάλη απόσταση από το κέντρο, από την έδρα της Περιφέρειας και μεταξύ τους, καθώς και οι έντονες ενδοπεριφερειακές ανισότητες στο χώρο, δημιουργούν ένα ιδιόμορφο χαρακτήρα περιφερειακότητας και νησιωτικότητας.Την πλειονότητα των νησιών χαρακτηρίζει το ορεινό και άγονο του εδάφους, µε υπέδαφος φτωχό σε ορυκτό πλούτο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ενώ είναι έντονη η στενότητα σε υδάτινους και ενεργειακούς πόρους. Αντιθέτως, συγκριτικό πλεονέκτημα της ΠΝΑΙ αποτελούν οι πλούσιοι φυσικοί και πολιτιστικοί πόροι.
Πέρα των παραπάνω η ΠΝΑΙ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση κατατάσσεται στις πλούσιες περιφέρειες της Ευρώπης καθώς το κατά κεφαλή εισόδημα των κατοίκων διαμορφώνεται στα 114% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εμφάνιση της οικονομικής κρίσης μετά το 2008 επηρέασε το κατά κεφαλή ΑΕΠ των κατοίκων της ΠΝΑΙκαθώς αυτό σημείωσε πτώση με ρυθμό μεγαλύτερο του μέσου όρου της χώρας γεγονός που εγείρει προβληματισμούς ως προς την εξέλιξη του φαινομένου και τις μελλοντικές συνέπειες. Αξίζει να τονιστεί ότι παρατηρείται έντονη διαφοροποίηση στο ΑΕΠ ανά περιοχή με τη Μύκονο να εμφανίζει το υψηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ και τη Θηρασιά το χαμηλότερο. Το εύρος της διαφοράς μεταξύ των δύο νησιών ανέρχεται στα 22.700 ευρώ[2].
Ο τριτογενής τομέας στην Περιφέρεια ΝοτίουΑιγαίου συμμετέχει στην απασχόλησημε 61,44% και στη διάρθρωση του ΑΕΠ με 68,60%.Ο τουρισμός αποτελεί το κύριο πεδίο απασχόλησης του τριτογενούς τομέα στον οποίο απασχολείται πάνω από το 25% τωνεργατικού δυναμικού. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των απασχολουμένων στον τουρισμό στην ΠΝΑΙ, πενταπλασιάζεται κατά την 20ετία 1971-91, όπως και η συμμετοχή του στοσύνολο των απασχολουμένων της Περιφέρειας. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολήςτης απασχόλησης στον τουρισμό την περίοδο 1981-97 (9,18%) είναι ο μεγαλύτεροςστη χώρα ακολουθούμενος από αυτόν των Ιονίων νήσων (7,62%).
Το σύνολο του ξενοδοχειακού δυναμικού της ΠΝΑΙ το1997 ανερχόταν για όλες τις κατηγορίες καταλυμάτων, σε 137.794 (23,87%) κλίνες, όταν τοσύνολο της χώρας την ίδια περίοδο ανερχόταν σε 577.259 κλίνες και το 2012σε 387.692 (45,71%)[3] σε σύνολο χώρας 848.095. Στην ΠΝΑΙ υπάρχει ιδιαίτερη συγκέντρωση κλινών σε πολυτελείς εγκαταστάσεις(κατηγορία πέντε και τεσσάρων αστέρων), που οφείλεται κυρίως στο Νομό Δωδεκανήσου, καθώς και σεεγκαταστάσεις κατηγορίας τριών και δύο αστέρων, που οφείλεται στο Νομό Κυκλάδων.Η Δωδεκάνησος διαθέτει 1043 καταλύματα ξενοδοχειακού τύπου και 3 κάμπινγκ με σύνολο δυναμικότητας 142.652 κλίνες και οι Κυκλάδες 1016 καταλύματα ξενοδοχειακού τύπου και 30 κάμπινγκ με σύνολο δυναμικότητας 56.443 κλίνες. Η μέση δυναμικότητα στο νομό Δωδεκανήσου διαμορφώνεται στις 136,8 κλίνες ενώ στις Κυκλάδες στις 55,5 κλίνες.
Όσον αφορά στους αερολιμένες, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου διαθέτει 14 αερολιμένες οι οποίοι συγκεντρώνουν το 20% της συνολικής κίνησης της χώρας (εσωτερικού και εξωτερικού). Μεταξύ των αερολιμένων παρατηρούνται μεγάλες διαφορές αναφορικά με τις υποδομές τους και τις δυνατότητες εξυπηρέτησης αεροσκαφών και επιβατών. Αντίστοιχα, στο σύνολο της η Περιφέρεια έχει διαφοροποιήσεις, οι οποίες συνδέονται με τις τουριστικές υποδομές ανά Νομό. Οι επιμέρουςδιαφοροποιήσεις ανά νησί είναι εντονότερες καθώς το επίπεδο και το μέγεθος των παρεχόμενων υπηρεσιών διαφέρει σημαντικά.
1. Βασικές Αρχές Οικονομικών των Αερομεταφορών και ειδικότερα των Αεροπορικών Εταιρειών Χαμηλού Κόστους (Low Cost Carriers – LCC). Ανάλυση των Οικονομικών Ωφελειών που οι LCC μπορούν να αποφέρουν σε Περιφερειακό και Τοπικό Επίπεδο
1.1 Αερολιμένες και Οικονομική Ανάπτυξη
Οι αερολιμένες αποτελούν πύλη εισόδου/εξόδου τόσο για την κοινωνία όσο και για τη χώρα και συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής ή της χώρας που βρίσκονται. Η ανάπτυξη αυτή, ωστόσο, εξαρτάται από το μέγεθος του αερολιμένα και τον όγκο που αυτός μπορεί να εξυπηρετήσει. Η διεθνοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας έχει οδηγήσει στο να θεωρούνται οι αερολιμένες ολοένα και περισσότερο καταλύτες τόσο για την τοπική όσο και την εθνική οικονομική ανάπτυξη. Η ικανότητα τους να δημιουργούν θέσεις απασχόλησης και να προσελκύουν νέες επιχειρήσεις χρησιμοποιείται από πολλές περιοχές ως επιχείρημα για δημόσιες επενδύσεις σε ένα νέο αερολιμένα ή επέκταση ενός υπάρχοντος.
Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες θέσης σχετικές με τους αερολιμένες οι οποίες μπορούν να οριστούν ως ακολούθως: α. εντός του αερολιμένα, β. πλησίον του αερολιμένα, γ. με πρόσβαση στον αερολιμένα και δ. σε σημείο το οποίο οδηγεί εύκολα στον αερολιμένα και στην ευρύτερη περιοχή. Η κάθε κατηγορία φέρει διαφορετικά χαρακτηριστικά τα οποία συνδέονται με παράγοντες όπως η τοπική οικονομία, οι τοπικές μεταφορές, η πρόσβαση σε αυτές και η αξία της γης. Η οικονομική απόδοση μετράται κυρίως σε όρους απασχόλησης. πληθυσμιακής αύξησης και ύψους εισοδήματος. Οι Denoκαι Eberts (1991)αναφέρουν ότι οι κρατικές επενδύσεις σε υποδομές αποδίδουν καλύτερες κεφαλαιακές αποδόσεις σε σύγκριση με τις ιδιωτικές. Παράλληλα διαπιστώνουν ότι οι κρατικές επενδύσεις συνδράμουν και στην αύξηση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Υποδομές που αναμφισβήτητα συνδράμουν στην οικονομική απόδοση αποτελούν και οι αερολιμένες.
Οι οικονομικές επιπτώσεις από τη λειτουργία των αερολιμένων και των αερομεταφορών γενικότερα, έχουν αναφερθεί σε σειρά μελετών στην Ευρώπη[4]. Οι μελέτες καταλήγουν στο ότι οι αερολιμένες προσφέρουν δύο τύπους καταλυτικών ωφελειών. Αυτές είναι α)οι επιπτώσεις που σχετίζονται με την περιφερειακή οικονομική ανταγωνιστικότητα ως αποτέλεσμα της ικανότητας του αερολιμένα να προάγει τις εξαγωγικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, και β) οι επιπτώσεις που συνδέονται με την περιφερειακή προσβασιμότητα και την κοινωνική συνοχή, μέσα από τις δυνατότητες ασφαλούς πρόσβασης που προσφέρει ένα αεροδρόμιο.
Τα οικονομικά αποτελέσματα και οι οικονομικές επιπτώσεις από τη λειτουργία ενός αερολιμένα μετρώνται με διάφορους τρόπους συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται. Η συγκεκριμένη μέτρηση άλλωστε αποτελεί ίσως την πιο διαδεδομένη μέθοδο γιατί αφενός είναι εύκολα κατανοητή, αφετέρου καθορίζει με σαφήνεια τη σημασία του αερολιμένα στην οικονομία (τοπική ή ευρύτερη). Άλλοι τρόποι υπολογισμού του οικονομικού αποτελέσματος της λειτουργίας ενός αερολιμένα είναι το εισόδημα, η προστιθέμενη αξία, τα έσοδα που συνδέονται με την λειτουργία του καθώς και δείκτες που σχετίζονται με την κεφαλαιακή απόδοση και επένδυση.
Τα οικονομικά αποτελέσματα από τη λειτουργία του αερολιμένα κατηγοριοποιούνται σε άμεσα, έμμεσα, παράγωγα και καταλυτικά. Τα προφανή και άμεσα δεν είναι άλλα από την απασχόληση και το εισόδημα που παράγεται από την άμεση λειτουργία του. Ειδικότερα, τα έσοδα αυτά προέρχονται από τα αερολιμενικά τέλη, τα έσοδα του αερολιμένα από την ενοικίαση ή εκμετάλλευση επαγγελματικών χώρων εντός και εκτός του αερολιμένα (καταστήματα, χώροι στάθμευσης κ.α.), την επίγεια εξυπηρέτηση, ακόμα και την ασφάλεια όταν αυτή παρέχεται από ιδιωτικούς φορείς.Αναφορικά με τα έμμεσα οικονομικά αποτελέσματα, αυτά αφορούν κυρίως στην δραστηριότητα των προμηθευτών του αερολιμένα οι οποίοι μπορεί να δραστηριοποιούνται στην περιοχή του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα προμηθευτών αποτελούν οι εταιρείες εμπορίας καυσίμων, οι εταιρείες παρασκευής και διάθεσης τροφίμων και γευμάτων τόσο για τον αερολιμένα όσο και για τα αεροσκάφη, υπηρεσίες καθαριότητας, συντήρησης και άλλες.
Το Διεθνές Συμβούλιο Αερολιμένων (ACI – Airport Council International) ακολουθεί παρόμοια προσέγγιση για να υποστηρίξει την σημασία και συνεισφορά των αερολιμένων στην παγκόσμια οικονομία. Στην ετήσια έκθεση του για το 2010 αναφέρεται ότι οι εργαζόμενοι στους αερολιμένες ξεπερνούν τα 4,5 εκατομμύρια. Υπολογίζει ότι το 2010 οι αερολιμένες διεθνώς ξόδεψαν 38,5 δις δολάρια 11% περισσότερα σε σύγκριση με το 2009. Επιπλέον, το ATAG (Air Transport Action Group) δηλώνει ότι η παγκόσμια αεροπορική βιομηχανία το 2008 προσέφερε 32 εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως, 17,1 εκατομμύρια εκ των οποίων έχουν σχέση με τον τουρισμό, ο οποίος απορρέει από την αεροπορική δραστηριότητα. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι η παγκόσμια αεροπορική βιομηχανία συνεισφέρει 1,1 τρις δολάρια ίσο με το 3,2% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Σύμφωνα με έκθεση της McKinsey, ο αερολιμένας αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα ενός προορισμού εάν επιθυμεί να αναπτυχθεί. Οι υπόλοιπες υποδομές έπονται της δημιουργίας του αερολιμένα ή άλλων μεταφορικών υποδομών όπως οι οδικές και οι λιμενικές[5].
Η έκθεση του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2009 αναφέρει ότι η συμβολή του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών στην ελληνική οικονομία ανέρχεται στο 2,14% του ΑΕΠ και 3,2% του τοπικού ΑΕΠ της Αττικής. Η λειτουργία του αερολιμένα δημιούργησε 63.000 θέσεις εργασίας, 48.000 εκ των οποίων στην περιοχή της Αττικής. Η τοποθεσία του αερολιμένα οδήγησε αρκετές εταιρείες στο να μετεγκατασταθούν πλησίον του, κατά μήκος της Αττικής Οδού. Η εποχική δραστηριότητα που σημειώνεται στους νησιωτικούς αερολιμένες καθιστά πολύ δύσκολο τον υπολογισμό αντίστοιχων οικονομικών επιπτώσεων στις περιοχές. Η επικαιροποιημένη μελέτη του ιδίου Πανεπιστημίου με στοιχεία του 2012, αναφέρει ότι η συμβολή του αερολιμένα στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 2,63% λαμβάνοντας υπόψη τις άμεσες, έμμεσες, παράγωγες και καταλυτικές επιπτώσεις. Στην περιοχή των Μεσογείων και μόνο απασχολούνται άνω των 11.000 ανθρώπων σε εργασίες άμεσες ή έμμεσες με τη λειτουργία του αερολιμένα ενώ άνω των 2.000 ανθρώπων εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες υποστήριξης του αερολιμένα.
Σύμφωνα με την Graham (2013), ένας αερολιμένας πέρα από τις οικονομικές δραστηριότητες, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προσέλκυση και στην διατήρηση ευρύτερων οικονομικών δραστηριοτήτων στην περιοχή της επιρροής του. Οι επιπτώσεις από τη λειτουργία του αερολιμένα χαρακτηρίζονται καταλυτικές και εντάσσονται στα πλαίσια ενός ευρύτερου επιχειρηματικού πλαισίου αλλά και τουριστικής ανάπτυξης. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί ότι η ύπαρξη ενός αερολιμένα καθιστά ελκυστικότερη και ευκολότερη την προσπελασιμότητα τόσο για την διακίνηση και εισαγωγή πρώτων υλών ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πύλη εξόδου για τη διάθεση του τελικού προϊόντος στις αγορές. Πέρα των παραπάνω ο αερολιμένας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για τη διακίνηση εργαζομένων πολλών επιχειρήσεων, οι οποίοι πέρα από τη μεταφορά τους μπορούν να μεταλαμπαδεύσουν τις ιδέες και τις γνώσεις τους στις αγορές και αντίστροφα.
Σε περιοχές που θεωρούνται οικονομικά υποδεέστερες, η ανεργία είναι υψηλή, η ανάπτυξη ελάχιστη ή χαμηλή, ακόμα και η δημιουργία ενός αερολιμένα θεωρείται μέσο δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, αύξησης του εισοδήματος και αναγέννησης της περιοχής. Τα παραπάνω επιχειρήματα χρησιμοποιούνται συχνά για να υποστηριχθεί η ανάπτυξη/επέκταση υφιστάμενων αερολιμενικών υποδομών ή η δημιουργία καινούργιων. Πέρα των οικονομικά ασθενέστερων περιοχών υπάρχει και μία σειρά από περιοχές στις οποίες η πρόσβαση δεν είναι εύκολη, όπως οι νησιωτικές. Στις περιπτώσεις αυτές η ανάπτυξη των αερολιμένων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της περιφερειακής τους ανάπτυξης.
Αξίζει να τονιστεί ότι οι παραπάνω συνέργειες είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν από τη λειτουργία του αερολιμένα και μόνο. Παράγοντες όπως η ευρύτερη οικονομία και οικονομική δραστηριότητα της περιοχής, το μέγεθος του πληθυσμού, αλλά και ο αριθμός των πτήσεων που εκτελούνται προς και από τον συγκεκριμένο αερολιμένα, αποτελούν στοιχεία που συντελούν στην ανάπτυξη ή μη του αερολιμένα. Το τελευταίο μπορεί να επιτευχθεί μόνο από τις αεροπορικές εταιρείες που θα επιλέξουν να εκτελέσουν πτήσεις προς τον συγκεκριμένο αερολιμένα. Το κύριο μέλημα των αεροπορικών εταιρειών είναι κατά πόσο ο προορισμός/αερολιμένας που θα επιλέξουν είναι ικανός να δημιουργήσει επαρκή ζήτηση ώστε να γεμίσουν τα αεροσκάφη. Ένας παράγοντας που συντελεί σε αυτό είναι η γεωγραφική θέση του αερολιμένα και όχι τόσο η ποιότητα των υποδομών του.
Οι αερολιμένες και πολύ περισσότερο οι διάδρομοι από/προσγειώσεων μπορούν να θεωρηθούν άφθαρτα δημόσια αγαθά έως ότου κορεστούν (congest). Αντίστοιχα μπορούν να θεωρηθούν και οι αυτοκινητόδρομοι. Κατά συνέπεια, στην προσπάθεια να καθοριστεί ένας βιώσιμος οικονομικά αριθμός αερολιμένων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η επιθυμία του καθένα να πληρώσει για τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί τόσο από την πλευρά των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα (αεροπορικές εταιρείες, εταιρείες επίγειας εξυπηρέτησης κλπ) όσο και από τους επιβάτες που διακινούνται μέσω αυτού.
1.2 Περιφερειακοί Αερολιμένες, Αεροπορικές Υπηρεσίες και Ευρωπαϊκή Κοινοτική Πολιτική
Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[6], επί του παρόντος δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός του όρου «περιφερειακός αερολιμένας» καθώςοι αερολιμένες των οποίων η κύρια πελατεία προέρχεται από μητροπολιτικά κέντρα δεν συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι προτείνεται οι «περιφερειακοί αερολιμένες» δηλαδή οι μη κομβικοί αερολιμένες να διαιρούνται σε μικρότερους και μεγαλύτερους ανάλογα με τους τύπους σύνδεσης που παρέχουν, τον όγκο των επιβατών και τις συνδέσεις με πόλεις και κεντρικούς αερολιμένες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να ορίσει κοινά κριτήρια με σκοπό τη διευκόλυνση του ορθού ορισμού των «περιφερειακών αερολιμένων» καταλήγοντας στο ότι οι πτήσεις με αναχώρηση από και/ή άφιξη σε περιφερειακό αερολιμένα θα ορίζονται ως «περιφερειακές αεροπορικές υπηρεσίες».
Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι οι περιφερειακές αεροπορικές υπηρεσίες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα βιώσιμης, κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάπτυξη των υποδομών που είναι απαραίτητες για να διασφαλιστούν οι διατροπικές μεταφορές εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες στους πολίτες της ΕΕ και λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Οι διατροπικές μεταφορές στη χώρα μας ωστόσο παραμένουν αναξιοποίητες και υπανάπτυκτες (EfthymiouandPapatheodorou, 2013).
Τονίζεται ωστόσο ότι η περιφερειακή πολιτική αεροπορία είναι εξίσου βασικός παράγοντας για την κινητικότητα όσο και τα υπόλοιπα μέσα μεταφοράς, εκτιμώντας ότι η βελτιωμένη δυνατότητα σύνδεσης και η αποτελεσματική κινητικότητα μέσω διαφορετικών μέσων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην καλύτερη πρόσβαση στις περιφέρειεςκαι στις επιχειρήσεις, στον τουρισμό και τις συναφείς με αυτών υπηρεσίεςκαθώς και στην χωρική διάχυση της οικονομικής ευημερίας.
Η ανάπτυξη υφιστάμενων και η κατασκευή νέων περιφερειακών αερολιμένων – ειδικά σε χώρες με εθνικούς αερολιμένες που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές – εστιάζει στην ισόρροπη εδαφική ανάπτυξη των περιφερειών που αντιστοιχούν στα επίπεδα Ι και ΙΙ της Ονοματολογίας Εδαφικών Στατιστικών Μονάδων (NUTS). Και αυτό προκειμένου να εξασφαλιστεί η καινοτομία και η ανταγωνιστικότητα σε περιοχές που απέχουν σημαντικά από την πρωτεύουσα και δεν έχουν καλή πρόσβαση σε μεταφορές, καθώς επίσης να διευκολυνθεί η ανάπτυξη ουσιαστικών οικονομικών και μεταφορικών κόμβων.
Στη συγκεκριμένη έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γίνεται επίσης αναφορά στην ανάγκη υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας για αεροπορικές υπηρεσίες οικονομικού συμφέροντος, ιδιαίτερα προς εκείνες που εξυπηρετούν τη σύνδεση με απομακρυσμένες περιοχές, νησιά και τις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τον απομακρυσμένο χαρακτήρα τους και τα φυσικά χαρακτηριστικά τους, με σκοπό να διασφαλιστεί η πλήρης προσβασιμότητα τους και η εδαφική ενσωμάτωση. Υπογραμμίζεται ότι οι τρέχουσες υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας πρέπει να διατηρηθούν, καθώς οι εν λόγω υπηρεσίες δεν είναι οικονομικά βιώσιμες χωρίς κρατική επιδότηση. Είναι επίσης σημαντικό να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εξόχως απόκεντρων περιοχών και να προαχθεί η ενοποίησή τους με άλλες περιφέρειες, ούτως ώστε να γεφυρωθεί το οικονομικό χάσμα που τις απομονώνει από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η μεταφορά εμπορευμάτων αποτελεί θετικό παράγοντα για τους περιφερειακούς αερολιμένες, προκειμένου να υπάρξει περαιτέρω ανάπτυξη και απασχόληση μέσω της λειτουργίας των υπηρεσιών εδάφους και της δημιουργίας εμπορικών κέντρων που θα συνδέονται με τους περιφερειακούς αερολιμένες. Στη βάση αυτή καλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκπονήσει στρατηγική που θα προωθεί τη μεταφορά εμπορευμάτων, διευκολύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κοντινών περιφερειακών αερολιμένων.
Στον αντίποδα, αναγνωρίζεται ότι οι μεγάλοι αερολιμένες σε ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βιώνουν προβλήματα χωρητικότητας και θα πρέπει να εκτιμηθεί ότι η κατασκευή νέων περιφερειακών αερολιμένων θα πρέπει να βασίζεται σε ανάλυση κόστους/οφέλους. Βέβαια σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις του δημόσιου τομέα στην ανάπλαση των αερολιμένων υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του δαπανώμενου χρηματικού ποσού και του αριθμού των επιβατών που χρησιμοποιούν τις υποδομές.
Το παραπάνω σχόλιο της έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έρχεται μερικώς σε αντίθεση με τη δήλωση ότι είναι σκόπιμο να αποφευχθεί ο πολλαπλασιασμός των περιφερειακών αερολιμένων και δηλώνει ότι η ανάπτυξη των περιφερειακών αερολιμένων θα πρέπει να εστιάζει κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία μη χρησιμοποιούμενων ή μη αποτελεσματικά χρησιμοποιούμενων υποδομών αερολιμένων, γεγονός που θα οδηγούσε σε οικονομική επιβάρυνση για τις αρμόδιες αρχές. Η πολιτική της ΕΕ ενθαρρύνει την ενίσχυση των υφιστάμενων συνδέσεων, κυρίως σε ζώνες που παρουσιάζουν γεωγραφικά μειονεκτήματα (όπως, για παράδειγμα, τα νησιά) και επικροτεί κάθε πρωτοβουλία που έχει ως στόχο την επέκταση του ρόλου των δημόσιων μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των οδικών, όσον αφορά στην ενίσχυση των συνδέσεων.
Η ίδια έκθεση επισημαίνει ότι η κατάλληλη ανάπτυξη των περιφερειακών αερολιμένων συμβάλλει στην παράλληλη ανάπτυξη του τουρισμού, ενός τομέα ζωτικής σημασίας για πολλές ευρωπαϊκές περιοχές.Τονίζει επίσης ότι ο τουρισμός αποδεικνύει ότι διαθέτει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην οικονομική κρίση, και ότι πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή σε οποιοδήποτε στοιχείο ή απόφαση της οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσε να στηρίζει ή να προαγάγει τον τουρισμό, όπως είναι οι αεροπορικές μεταφορές και οι αερολιμενικές υποδομές. Συνεχίζοντας, υπογραμμίζει ότι ορισμένοι περιφερειακοί αερολιμένες λειτουργούν μόνο σε περιόδους μαζικής συρροής τουριστών, πράγμα που συνεπάγεται την εποχική τους λειτουργία.
Οι περιφερειακοί αερολιμένες καθίστανται ολοένα και σημαντικότεροι για τις αεροπορικές εταιρείες ναυλωμένων πτήσεων (charter), καθώς και για τις εταιρείες χαμηλού κόστους (LCC).Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίουτονίζει ότι το βασικό σκεπτικό που επικρατεί σήμερα για τις αεροπορικές εταιρείες ναυλωμένων πτήσεων είναι ότι λειτουργούν ως φορείς εκτέλεσης πτήσεων μεγάλων αποστάσεων προς προορισμούς διακοπών, με πυκνότερη διάταξη καθισμάτων και κατώτερη εξυπηρέτηση κατά την πτήση σε σύγκριση με τις παραδοσιακές αεροπορικές εταιρείες που εκτελούν τακτικά δρομολόγια. Οι εταιρείες charterεπιχειρούν συχνά από περιφερειακούς αερολιμένες που δεν μπορούν να υποστηρίξουν τακτικά δρομολόγια και πτήσεις και ξεπερνούν χωρικά την ανταγωνιστική εμβέλεια των εταιρειών χαμηλού κόστους με τα μικρών αποστάσεωναεροσκάφη τους. Συν τοις άλλοις, υπενθυμίζεται ότι τα αεροσκάφη στενής ατράκτου προτιμώνται σε δρομολόγια μικρών αποστάσεων, ιδίως εάν οι αερομεταφορείς τροφοδοτούν μεταφορικούς κόμβους (hubs) από περιφερειακούς αερολιμένες.
Λόγω του περιβαλλοντικού και οικονομικού αντίκτυπού τους, οι περιφερειακοί αερολιμένες, πρέπει να στηρίζονται καταλλήλως από τις εθνικές και περιφερειακές αρχές, να υπόκεινται σε διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κοινό σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, και – βάσει αναλύσεων κόστους/οφέλους –να δικαιούνται να υποβάλλουν αίτηση για χρηματοδότηση από κονδύλια της ΕΕ, καθώς και από άλλα χρηματοδοτούμενα μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής στο νέο πλαίσιο προγραμματισμού της ΕΕ. Οι περιφερειακοί αερολιμένες παρέχουν ευκαιρίες ως τμήμα του ευρωπαϊκού κεντρικού δικτύου μεταφορών. Κατά συνέπεια προτρέπεται η τοπική αυτοδιοίκηση και η κεντρική διοίκηση των κρατών μελών όπως προβούν σε δράσεις αξιοποίησης των περιφερειακών αερολιμένων και των πόρων που προέρχονται από την ΕΕ για την βελτίωση των υποδομών και την ένταξη των συγκεκριμένων αερολιμένων στο κεντρικό ευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών.
Επισημαίνεται δε, ότι σε σημαντικό αριθμό περιφερειακών αερολιμένων γίνεται λόγος για μονοπωλιακή θέση μιας αεροπορικής εταιρείας η οποία δύναται να χρησιμοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα ως μέσο πίεσης προκειμένου να θέσει ολοένα και περισσότερους όρους στον αντίστοιχο αερολιμένα και τις τοπικές ή/και περιφερειακές αρχές, μεταξύ άλλων σχετικά με τα τέλη και τους φόρους αερολιμένα για την ασφάλεια της αεροπλοΐας. Ορισμένες πρακτικές των αεροπορικών εταιριών χαμηλού κόστους, που συχνά λειτουργούν από περιφερειακούς αερολιμένες οδηγούν σε χαμηλότερης ποιότητας υπηρεσίες για τους επιβάτες και σε επιδείνωση των συνθηκών εργασίας για τους εργαζομένους. Με δεδομένη την τρέχουσα επιθετική εμπορική πρακτική ορισμένων αεροπορικών εταιριών χαμηλού κόστους που επιχειρούν από περιφερειακούς αερολιμένες για να επωφελούνται από τη δεσπόζουσα θέση τους, και δεδομένου του γεγονότος ότι οι εμπορικές δραστηριότητες αποτελούν μείζονα πηγή εισοδήματος για τους περιφερειακούς αερολιμένες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει στην έκθεσή του την ανησυχία του για τον κανόνα της «μιας χειραποσκευής» και άλλων περιορισμένων βάρους αποσκευών στην καμπίνα επιβατών τους οποίους επιβάλλουν ορισμένες εταιρίες. Επίσης πιστεύει ότι οι εν λόγω περιορισμοί αποτελούν παραβίαση του δικαίου της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και θεωρεί ότι αποτελούν κατάχρηση θέσης εκ μέρους του αερομεταφορέα.Καλεί ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κοινά ανώτατα όρια που θα επιβληθούν στις αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο αυτών των περιορισμών και θεωρεί ότι οποιοιδήποτε έλεγχοι σχετικά με τους περιορισμούς στο βάρος και στις διαστάσεις της χειραποσκευής θα πρέπει να διενεργούνται πριν την πρόσβαση στην πύλη επιβίβασης.
Τα τελευταία σημεία της έκθεσης απαντώνται πλήρως στην ελληνική επικράτεια, καθώς εμφανίζονται έντονα χαρακτηριστικά συγκέντρωσης, εποχικότητας και επιρροής από τις εταιρείες χαμηλού κόστους. Η ελληνική πολιτεία μέσα από τα όργανα της καλείται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που αναπτύσσονται μέσα από το πλαίσιο ενεργειών που περιγράφονται στα κείμενα και στις οδηγίες της ΕΕ. Το κείμενο της ΕΕ (2012) αφορά σε μεγάλο βαθμό αρκετούς αερολιμένες και νησιωτικές περιοχές της χώρας μας καθώς αντιμετωπίζουν προκλήσεις που σχετίζονται τόσο με την προσβασιμότητα όσο και με την κοινωνική συνοχή και την υποχρέωση παροχήςδημόσιας υπηρεσίας με κρατική ενίσχυση.
1.3 Ανάλυση των Οικονομικών Ωφελειών που οι LCC μπορούν να αποφέρουν σε Περιφερειακό και Τοπικό επίπεδο
Μετά την πλήρη απελευθέρωση των αερομεταφορών στην ΕΕ το 1997, η δημιουργία του συστήματος ακτινωτού τροχού (hub and spoke) οδήγησε σε υπερσυγκέντρωση αεροπορικών εταιρειών και συνδέσεων σε ορισμένα κομβικά αεροδρόμια ενώ στον αντίποδα, άλλα αεροδρόμια αναζητούσαν επιμόνως νέα αεροπορικές συνδέσεις. Η αεροπορική αγορά διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε με αυτό το μοντέλο το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να οδηγήσει στην υψηλή κερδοφορία των μεγάλων αερολιμένων και σε ζημιές άλλους αερολιμένες. Αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας ήταν η παύση της χρηματοδότησης πολλών αεροδρομίων από τους κρατικούς φορείς και σε αρκετές περιπτώσεις η πώληση τους.
Στην ΕΕ αυτό συνέβη με πολλούς αερολιμένες που βρίσκονται σε γεωγραφικά σημεία, τα οποία εξυπηρετούσαν μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες με αποτέλεσμα αερολιμένες που βρίσκονται στην περιφέρεια της ΕΕ να υπο-χρησιμοποιούνται και να υπολειτουργούν. Η ανισορροπία της χρήσης των αερολιμένων μετριάστηκε μερικώς με την έλευση των εταιρειών χαμηλού κόστους (LCC), διότι στους περιφερειακούς ή δευτερεύοντες αερολιμένες υπήρχε αφθονία προσφοράς χρονοθυρίδων (slots), χώρου στάθμευσης και ανταγωνιστικών τιμολογιακών πολιτικών, στην προσπάθεια τους να προσελκύσουν πτήσεις. Τα παραπάνω μπορούν να συνδράμουν ουσιαστικά στην επίτευξη οικονομικής αποτελεσματικότηταςπου αποτελεί και την καρδιά του επιχειρηματικού μοντέλου της λειτουργίας των εταιρειών χαμηλού κόστους.
Ειδικότερα, η οικονομική αποτελεσματικότητα στις LCCεπιδιώκεται μέσα από την απλοποίηση των διαδικασιών όπως ο ενιαίος στόλος αεροσκαφών, η εκτέλεση πτήσεων από σημείο σε σημείο (point to point), βάσεις πληρωμάτων σε πολλά σημεία, απλή επιχειρησιακή λειτουργία σε αερολιμένες (γεγονός που δεν καθιστά όλους τους αερολιμένες ικανούς να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των αερομεταφορέων), απλά συστήματα διανομής και κρατήσεων, ενιαία κλάση ναύλων (με τους ίδιους περιορισμούς) και τιμολογιακή πολιτική «πληρωμής ανά χρήση» σε συνδυασμό με την πώληση συμπληρωματικών υπηρεσιών. Τονίζεται ωστόσο ότι η αποτελεσματικότητα δεν σημαίνει εκπτώσεις στην ασφάλεια, καθώς η τελευταία αποτελεί αιχμή του δόρατος όλων των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους.
Στην εικόνα 1 αποτυπώνονται τα βασικά κόστη λειτουργίας μίας LCC. Φαίνεται ότι τα αερολιμενικά τέλη αγγίζουν το 1/5 του συνολικού λειτουργικού κόστους, κατά συνέπεια αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την επιλογή του αερολιμένα από και προς τον οποίο θα επιχειρήσει. Αν στο παραπάνω προστεθεί και το κόστος της επίγειας εξυπηρέτησης, τότε γίνεται αντιληπτό ότι το 1/3 του συνολικού λειτουργικού κόστους λαμβάνει χώρα όταν το αεροσκάφος βρίσκεται στο έδαφος και δη στον αερολιμένα. Για το λόγο αυτό, οι LCCπιέζουν ώστε να επιτύχουν τις μέγιστες δυνατές μειώσεις, εκπτώσεις ή συμφωνίες στους δύο αυτούς παράγοντες κόστους.
Η εξέλιξη της ανάπτυξης των κύριων αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους στην Ευρώπη ήταν εντυπωσιακή από την ίδρυση τους. Φαίνεται ότι η Ryanair και η easyJet αποτελούν τους κυρίαρχους αερομεταφορείς χαμηλού κόστους στην Ευρώπη, οι οποίοι αναπτύσσονται ταχύτατα σε σύγκριση με τον ανταγωνισμόόπως άλλωστε αναλύεται και σε επόμενη ενότητα της μελέτης. Υπολογίζεται ότι το 90% της αύξησης πτήσεων από σημείο σε σημείο εντός της Ευρώπης οφείλεται σε LCC. Αερολιμένες που δεν εμπλέκονται σε τέτοιου είδους πτήσεις κινδυνεύουν να χάσουν την ευκαιρία της ανάπτυξης με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτή μπορεί να έχει.
|